κειατο

κειατο
    κείατο
    эп. 3 л. pl. impf. к κεῖμαι См. κειμαι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κειατο" в других словарях:

  • κείατο — καίω kindle aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • κείατ' — κείατε , καίω kindle aor imperat act 2nd pl κείατο , καίω kindle aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) κείατε , καίω kindle aor ind act 2nd pl (homeric ionic) κείαται , κεῖμαι Aër. pres ind mp 3rd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»